- αὐταγρεσία
- αὐτ-αγρεσία, ἡ,A free choice,
ἐξ αὐταγρεσίης Call.Fr.120.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξ αὐταγρεσίης Call.Fr.120.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυταγρεσία — αὐταγρεσία, η (Α) [αυτάγρετος] εκούσια πράξη, ελεύθερη εκλογή … Dictionary of Greek
αὐταγρεσίης — αὐταγρεσία free choice fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)